υδροξείδιο

υδροξείδιο
το
χημική ένωση που περιέχει στο μόριό της ένα ή περισσότερα υδροξύλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδροξείδιο — Ένωση ενός μετάλλου με τη ρίζα του υδροξυλίου. Το μόριο των υ. αποτελείται από ένα μέταλλο –ή μια θετική ρίζα αμέταλλου– ενωμένο ανάλογα με το σθένος του, με ένα ή περισσότερα υδροξύλια –OH. Μεταξύ των υ. αναφέρονται τα υ. των μετάλλων των… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”